- πεμφθείς
- πέμπωsendaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio … Hofmann J. Lexicon universale
θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… … Dictionary of Greek
ՊԱՏԳԱՄԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0607 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c ա.գ. πρέσβυς, ἅγγελος legatus, nuncius πεμφθείς missus. Ունօղ զպատգամ ʼի կողմանէ ուրուք. հրեշտակ. դեսպան. էլչի. *Ոչ պատգամաւոր ոք, եւ ոչ հրեշտակ: Դարձան անդրէն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)